Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

σκέψου το

  • 1 вперед

    επίρ.
    1. (δείχει κατεύθυνση) εμπρός, μπρος, μπροστά, προς τα μπρος•

    шагать вперед βαδίζω προς τα μπρος•

    продвинуться вперед προχωρώ μπροστά• вперед, ребята! εμπρός, παιδιά!• вперед, к победе! εμπρός, προς (για) τη νίκη!•

    идти -προπορεύομαι.

    2. στο εξής, στο μέλλον, άλλη φορά•

    вперед будьте осмотрительнее στο εξής να είστε προσεχτικότεροι.

    3. πριν, προτού, πρώτα, προηγούμενα•

    вперед подумай, а потом скажи πρώτα να σκεφτείς κι ύστερα να πεις, πρώτα σκέψου και μετά πες.

    4. πρώτα, προηγούμενα, εκ των προτέρων•

    заплатить вперед προπληρώνω.

    5. (επιφ.) εμπρός!•

    взвод вперед ! διμοιρία, εμπρός!

    εκφρ.
    шаг вперед – ένα βήμα μπρος (μερική πρόοδος).

    Большой русско-греческий словарь > вперед

  • 2 покумекать

    ρ.σ. (απλ.) σκέφτομαι,• ты -аи как нам это лучше устроить εσύ σκέψου πως είναι καλύτερα να το φτιάξομε.

    Большой русско-греческий словарь > покумекать

  • 3 посудить

    ρ.σ.
    1. παλ. κρίνω.
    2. (προστκ.) -ди κρίνε, σκέψου.
    3. συζητώ κριτικά.
    βλ. судиться.

    Большой русско-греческий словарь > посудить

См. также в других словарях:

  • λογικό — το (AM λογικόν) (και στον πληθ. τα λογικά) 1. ο νους, η διάνοια, το πνεύμα 2. ο ορθός λόγος, η ορθή κρίση νεοελλ. φρ. α) «έχασα το λογικό μου» ή «έχασα τα λογικά μου» παραφρόνησα β) «έλα στα λογικά σου» σκέψου σωστά, λογικέψου. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • μετρώ — άω (ΑΜ μετρῶ, έω) [μέτρον] 1. προσδιορίζω τις διαστάσεις, την ένταση ή την αξία ενός πράγματος με βάση ορισμένη μετρική μονάδα (α. «το οικόπεδο μετρήθηκε και είναι 450 τετραγωνικά μέτρα» β. «τάς χώρας σφέων μετρήσας κατά παρασάγγας», Ηρόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • σύγκαλα — και συγκαλά, τα, Ν άκλ. 1. καλή φυσιολογική κατάσταση και, ιδίως, διανοητική ισορροπία («δεν είναι στα σύγκαλά του») 2. φρ. «έλα στα σύγκαλά σου» σκέψου λογικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καλά, πληθ. ουδ. τού επίθ. καλός] …   Dictionary of Greek

  • ακούω — άκουσα, ακούστηκα, ακουσμένος 1. ως αμτβ., έχω την αίσθηση της ακοής: Τελευταία δεν ακούω και τόσο καλά. 2. ως μτβ., καταλαβαίνω κάτι με την ακοή: Ακούω κούφια τα τουφέκια, ακούω σμίξιμο σπαθιών… (Σολωμός). 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω: Άκουσα ότι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ύστερα — επίρρ. χρον. (από το επίθ. ύστερος) 1. μετά, έπειτα, κατόπι. 2. εκτός από αυτό, επίσης, εξάλλου: Ύστερα, σκέψου και το άλλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»